- ἀγωγεῖον
- ἀγωγεῖον, τό,A pander's house, Poll.9.48 (perh. f.l. for ἀσωτ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγωγείον — ἀγωγεῑον, το (Α) [ἀγωγός] οικία μαστροπού, προαγωγού, πορνείο … Dictionary of Greek
καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] … Dictionary of Greek
φαλλαγωγείον — τὸ, Α όχημα που χρησιμοποιούσαν κατά την φαλλαγωγια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγεῖον (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. ὑδρ αγωγεῖον] … Dictionary of Greek